- προφητεύει
- προφητεύωto be apres ind mp 2nd sgπροφητεύωto be apres ind act 3rd sgπροφητεύωto be apres ind mp 2nd sgπροφητεύωto be apres ind act 3rd sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
προφητεία — η, ΝΜΑ [προφητεύω] 1. το να προφητεύει κανείς, το να προλέγει τα μέλλοντα με θεία έμπνευση (α. «είχε το χάρισμα τής προφητείας» β. «διδασκαλίαν ὡς προφητείαν ἐκχεῶ», ΠΔ. γ. «χάρισμα δ οἶδα πνεύματος θείαν δόσιν. κήρυγμ ἀδήλων τὴν προφητείαν λέγω» … Dictionary of Greek
Αισχύλος — I (Ελευσίνα 525 – Γέλα Σικελίας 456 π.Χ.). Τραγικός ποιητής. Για τη ζωή του δεν υπάρχουν πολλές ασφαλείς πληροφορίες. Οι σύγχρονοι του Α. και του Πινδάρου ενδιαφέρονταν πολύ περισσότερο για τα έργα παρά για τους συγγραφείς. Και αργότερα, όμως, οι … Dictionary of Greek
Ίων — I Μυθολογικό πρόσωπο. Σύμφωνα με την αττική παράδοση ήταν γιος του Ξούθου και της κόρης του Ερεχθέα, Κρέουσας, και πατρίδα του θεωρείτο η Αττική. Ο Ί. αποτελούσε, στο πλαίσιο της παράδοσης αυτής, έναν από τους σημαντικότερους ηγεμόνες και… … Dictionary of Greek
αληθόμαντις — ἀληθόμαντις, ο, η (Α) ο μάντης τής αλήθειας, αυτός που προφητεύει την αλήθεια. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀληθὴς + μάντις] … Dictionary of Greek
εγγαστρίμυθος — Όρος με τον οποίο χαρακτηρίζονται τα άτομα που κατορθώνουν να μιλούν χωρίς να κινούν τα χείλη, ώστε να προκαλούν την εντύπωση ότι η φωνή τους δεν προέρχεται από το στόμα αλλά από την κοιλιά (απ’ που προήλθε και η ονομασία ε.) ή, σε νεότερες… … Dictionary of Greek
ενυπνιόμαντις — ἐνυπνιόμαντις, ο (Α) αυτός που μαντεύει, που προφητεύει το μέλλον από τα όνειρα … Dictionary of Greek
θεσπιωδός — θεσπιῳδός και ποιητ. τ. θεσπιαοιδός, ὸν (Α) 1. (για πρόσωπα) αυτός που άδει μαντικά, που προφητεύει 2. φρ. «θεσπιῳδόν φόβον» φόβο που προκαλείται από δυσοίωνη προφητεία. [ΕΤΥΜΟΛ. < θέσπις + ῳδός (< ῳδή), πρβλ. τραγ ῳδός, χορ ῳδός] … Dictionary of Greek
θυμόμαντις — θυμόμαντις, άντεως, ὁ (Α) αυτός που μαντεύει, που προφητεύει το μέλλον από δική του κρίση, από την ψυχή του, αφ εαυτού. [ΕΤΥΜΟΛ. < θυμο * + μάντις] … Dictionary of Greek
ιερομάντης — ο (Α ἱερόμαντις, άντεως) αυτός που προφητεύει το μέλλον με την παρατήρηση τών σπλάχνων τών θυσιαζόμενων ζώων, ο ιεροσκόπος … Dictionary of Greek
ιερόπτης — ἱερόπτης, ὁ (Α) αυτός που παρατηρεί τη θυσία, που προφητεύει από τα εντόσθια. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιερ(ο) * + όπτης < θ. οπ (πρβλ. όπωπα), πρβλ. αυτ όπτης, υπερ όπτης] … Dictionary of Greek